ἐκθύσασθαι

ἐκθύσασθαι
ἐκθύ̱σασθαι , ἐκ-θύω 1
offer by burning
aor inf mid
ἐκθύ̱σασθαι , ἐκ-θύω 2
rage
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκθύω — (I) ἐκθύω (Α) 1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία 2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω 3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.) β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”